μαλλιοτράβηγμα

μαλλιοτράβηγμα
το
καβγάς, τσακωμός, έντονος διαπληκτισμός: Σταμάτησαν να μιλάνε μετά το μαλλιοτράβηγμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαλλιοτράβηγμα — και μαλλοτράβηγμα, το [μαλλιοτραβώ] έντονος διαπληκτισμός, μεγάλος τσακωμός με αλληλοτράβηγμα τών μαλλιών …   Dictionary of Greek

  • μαλλοτράβηγμα — το βλ. μαλλιοτράβηγμα …   Dictionary of Greek

  • σουρομάλλιασμα — το, Ν [σουρομαλλιάζω] το μαλλιοτράβηγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”